πιπτόντων

πιπτόντων
πῑπτόντων , πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
pres part act masc/neut gen pl
πῑπτόντων , πίπτω
Exc. ex libris Herodiani
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • падати — ПАДА|ТИ (86), Ю, ѤТЬ гл. 1. Падать: Мѹжь нѣкто бѣ слѣпъ и пришьдъ пада˫а ѹ гробѹ ст҃ою. и цѣловааше любьзно и. СкБГ XII, 19г; и желаше насытитисѧ ѿ крѹпиць падающихъ. съ трѧпезы б҃а(т)аго. (πιπτόντων) СбТр XII/XIII, 4; то бо есть м(с)ць [октябрь] …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταλιμνάζομαι — (Μ) μεταβάλλομαι σε λίμνη («ἡ γῆ κατελιμνάζετο τοῑς φόνοις τῶν πιπτόντων» η περιοχή είχε μεταβληθεί σε λίμνη από τα αίματα τών νεκρών) …   Dictionary of Greek

  • ψιχίο — το / ψιχίον, ΝΜΑ [ψίξ, ψιχός] ψίχουλο («τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. στον πληθ. τα ψιχία μτφ. μικρός αριθμός, ελάχιστη ποσότητα («οι άλλοι πήραν την χοντρή μπάζα κι αυτός μόνον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”